κλειτοριδικός

κλειτοριδικός
-ή, -ό [κλειτορίδα]
ο σχετικός με την κλειτορίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλειτορίδα — Μικρό όργανο, δεκτικό στύσης, στο πάνω μέρος του αιδοίου. Χαρακτηριστικό της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στο ανδρικό πέος. Η κατασκευή της είναι όμοια με εκείνη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”